- περίσχεση
- η / περίσχεσις, -έσεως, ΝΑ [περιέχω]νεοελλ.1. περιορισμός τής επέκτασης ή τής κίνησης κάποιου από όλες τις πλευρές2. στρ. παρεμπόδιση τού αντιπάλου να έλθει σε επικοινωνία με φιλικά στρατεύματα ώστε να αποκλειστεί μέσα σε φρούριο ή άλλο μέρος, ως πρώτη φάση τής πολιορκίας του, αποκλεισμόςαρχ.1. περικύκλωση, περίσφιγξη, προσβολή από τα πλάγια2. φρ. «πλανητικὴ περίσχεσις»αστρολ. πλανητικός αποκλεισμός3. φρ. «ἡ περίσχεσις τών βαρβάρων» — η πολιορκούσα βαρβαρική δύναμη.
Dictionary of Greek. 2013.